- συγκλασμός
- συγκλασμόςbreakingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκλασμός — ὁ, Α [συγκλῶ] θραύση πολλών πραγμάτων μαζί … Dictionary of Greek
συγκλασμόν — συγκλασμός breaking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԽՈՐՏԱԿՈՒՄՆ — (կման.) NBH 1 0981 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c գ. συγκλασμός, θραῦσις fractio, confractio, contritio. Խորտակիլն. բեկումն. եւ ջարդումն. Պարտութիւն. Լքումն. *արար զթզենիս իմ ʼի խորտակումն. Յովէլ. ՟Ա. 7: *Խորտակումն աղեղաց, կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)